καταπέφτω — και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω) 1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο») 2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό») νεοελλ. 1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι,… … Dictionary of Greek
καταπέφτω — κατέπεσα και κατάπεσα, καταπεσμένος 1. πέφτω καταγής, καταγκρεμίζομαι: Κατέπεσε από το δεύτερο όροφο και τραυματίστηκε. 2. ελαττώνομαι, παρακμάζω: Κατάπεσε ο άνεμος. 3. εξαντλούμαι, χάνω τις δυνάμεις μου: Κατάπεσε πολύ ο γέρος τον τελευταίο καιρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπίπτω — (καταπίπτω), κατέπεσα βλ. πίν. 141 Σημειώσεις: καταπέφτω – (καταπίπτω) : η σημασία έχει διαφοροποιηθεί. Το καταπέφτω σημαίνει → χάνω τις δυνάμεις μου (από αρρώστια κτλ.), ενώ το καταπίπτω (με εύχρηστο κυρίως τον αόριστο κατέπεσα) σημαίνει → πέφτω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποπέφτω — (Μ ἀποπέφτω) νεοελλ. 1. καταπέφτω, εξασθενώ τελείως 2. πέφτω σε κακά χέρια μσν. πέφτω με ορμή πάνω σε κάποιον … Dictionary of Greek
κατάπεσμα — το [καταπέφτω] πέσιμο, κατάπτωση, εξάντληση … Dictionary of Greek
καταπίπτω — (AM καταπίπτω) βλ. καταπέφτω … Dictionary of Greek
κατατώ — (λ. τού κρητ. ιδιώμ.) 1. ησυχάζω, σταματώ τον αγώνα 2. κατακάθομαι, καταπέφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. κατέταξ α τού κατατάσσω με υποχωρητικό σχηματισμό τού ενεστ. κατατάζω κατά το σχήμα χάραξα: χαράζω. Εν συνεχεία ο ενεστ. αυτός μεταπλάστηκε σε… … Dictionary of Greek
καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση … Dictionary of Greek
παραβαρύνω — και παραβαραίνω 1. βαραίνω, φορτώνω κάτι πάρα πολύ, παραφορτώνω 2. προκαλώ μεγάλη ενόχληση σε κάποιον 3. (αμτβ.) α) αυξάνομαι υπερβολικά σε βάρος β) γίνομαι δυσκίνητος ή καταπέφτω … Dictionary of Greek
παρακμάζω — ΝΑ 1. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, χάνω την ακμή, τη δύναμη, τη ζωτικότητα ή την αξία μου, φθίνω, μαραίνομαι, ξεπέφτω αρχ. μτφ. α) (για άνεμο) κοπάζει η ορμή μου, καταπέφτω, παύω β) (για ψυχικά πάθη) εξασθενίζω, μειώνομαι («ὅταν παρακμάσῃ… … Dictionary of Greek